- ψωροκακόμοιρος
- η , ο несчастный, обездоленный, жалкий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψωροκακόμοιρος — ο, Ν τρισάθλιος, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + κακόμοιρος] … Dictionary of Greek
ψωροκακόμοιρος — ο θηλ. ψωροκακόμοιρη ο κακομοιριασμένος, ο υπερβολικά κακομοίρης: Μας κάνει τον ψωροκακόμοιρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek